- αμετάφραστος
- -η, -οαυτός που δε μεταφράστηκε ή δεν μπορεί να μεταφραστεί: Αυτό το κομμάτι το ξέχασες αμετάφραστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀμετάφραστος — untranslatable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάφραστος — η, ο (Μ ἀμετάφραστος, ον) [μεταφράζω] 1. αυτός που δεν μπορεί να μεταφραστεί νεοελλ. αυτός που δεν μεταφράστηκε … Dictionary of Greek
ἀμετάφραστον — ἀμετάφραστος untranslatable masc/fem acc sg ἀμετάφραστος untranslatable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπόδοτος — η, ο (ΑΜ ἀναπόδοτος, ον) [ἀποδίδωμι] αυτός που δεν δόθηκε πίσω, δεν επιστράφηκε, ο ανεπίστρεπτος μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αναπόδοτο(ν) ή ανανταπόδοτο(ν) ή ανακόλουθο(ν) σχήμα βλ. ανανταπόδοτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να αποδοθεί ή να… … Dictionary of Greek